- αστακός
- I
Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, αποικία των Μεγαρέων. Βρισκόταν κοντά στον Βόσπορο, σε παράλια τοποθεσία. Eίχε ονομαστεί έτσι από κάποιον Σπαρτιάτη Αστακό, κατά τον Μέμνονα, ή σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, από τον ομώνυμο γιο του Ποσειδώνα και της νύμφης Ολβίας. Η πόλη επανιδρύθηκε το 264 π.Χ. από τον Νικόδημο Α’ της Βιθυνίας και μετονομάστηκε Νικομήδεια. Καταστράφηκε από τους Γότθους το 258 μ.Χ. και αποτέλεσε επολογή του Διοκλητιανού για πρωτεύουσα του Ανατολικού ρωμαϊκού κράτους (προτιμήθηκε τελικά το Βυζάντιο). Στη θέση της είναι σήμερα η τουρκική πόλη Ιζμίτ.IIΠαράλια κομώπολη (υψόμ. 10 μ., 2.538 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η κωμόπολη βρίσκεται στο πιο εσωτερικό σημείο μικρού κόλπου. Στην περιοχή της υπάρχει βυζαντινός πύργος καθώς και ερείπια του αρχαίου οικισμού. Υπάρχουν επίσης κοιτάσματα λιθογραφικού σχιστόλιθου, που ήταν κάποτε εκμεταλλεύσιμα, ορυκτό αλάτι και ενδείξεις υδρογονανθράκων.
Η κωμόπολη Αστακός είναι σημαντικό αλιευτικό κέντρο.
Η ακτή του Αστακού με τα γαλαζοπράσινα νερά.
* * *ο (AM ἀστακός)1. κοινή ονομασία γενών και ειδών των Δεκάποδων Καρκινοειδώνκύρια χαρακτηριστικά τους είναι ο δύσκαμπτος και μεταμερισμένος εξωσκελετός τους, πέντε ζεύγη ποδιών (ένα έως δύο από τα οποία τροποποιούνται συχνά σε λαβίδες), ζεύγη κολυμβητικών ποδιών στην κοιλιά και πτερυγιόμορφη ουρά2. επιστημονική ονομασία της καραβίδας*3. φρ. α) «κόκκινος σαν αστακός» — για άνθρωπο που κοκκινίζει από οργή ή αμηχανίαβ) «αρματωμένος σαν αστακός» — πάνοπλοςαρχ.το κοίλο μέρος του αφτιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < οστα-κός (οστά), με προληπτική αφομοίωση το ο- σε α-, < (ΙΕ.) *osthn-qό-s, αρχαίο παράγωγο σε -κ ερρίνου θεμ. σε -n, το οποίο απαντά στη γεν. asthn-ah του αρχ. ινδ. άsthi (πρβλ. οστούν) καθώς και στο αρχ. ινδ. σύνθετο an-astha-ka- «χωρίς κόκαλα». Ο τ. συν δέεται σημασιολογικά με το μσν. ινδ. atthi -taco («κάβουρας») < *asthi-tvacas- «αυτός που περιέχει γύρω από τα κόκαλα μεμβράνη». Τέλος, με τον όρο αστακός (αττ. οστακός) χαρακτηρίζεται το ζώο το γεμάτο κόκαλα ή το σκληρό όπως τα κόκαλα].
Dictionary of Greek. 2013.